-
1 τάλαντον
τᾰλαντ-ον, τό,A balance,Ζεὺς.. τὸ τ. ἐπιρρέπει ἄλλοτε ἄλλως Thgn.157
;ζυγὸν ταλάντου A.Supp. 823
(lyr.);ταλάντῳ μουσικὴ σταθμήσεται Ar.Ra. 797
: in this sense used by Hom. only in pl., pair of scales,ἔχον ὥς τε τάλαντα γυνή.., ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα Il.12.433
; esp. of the scales in which Zeus weighed the fortunes of men, χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τ. 8.69, 22.209; γνῶ γὰρ Διὸς ἱρὰ τ. 16.658; ἐπὴν κλίνῃσι τ. Ζεύς, i.e. when he decides the issue of battle, 19.223;τ. βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ A.Pers. 346
; of the scales of justice,δίκης κατέκειτο τάλαντα h.Merc. 324
, cf. AP6.267.4 (Diotim.): so in sg.,δίκας ῥέπει τάλαντον B.17.25
.II anything weighed,1 a definite weight, talent, in Hom. always of gold,δέκα χρυσοῖς τάλαντα Il.9.122
; δύω χρ. τ. 18.507; δέκα πάντα τ. ten in all, 19.247, 24.232; χρυσοῦ.. εὐεργέος ἑπτὰ τ. Od.9.202;χρυσοῖο τάλαντον.. τιμήεντος 8.393
: from the order of the prizes in Il.23.262 sq. and other passages its weight was probably not great, cf. Arist.Fr. 164.2 in post-Hom. writers, the τάλαντον was both a commercial weight (differing in different systems), and also the sum of money represented by the corresponding weight of gold or silver; τοῖσι μὲν (of the subjects of Darius) ἀργύριον ἀπαγινέουσι εἴρητο Βαβυλώνιον σταθμὸν τ. ἀπαγινέειν, τοῖσι δὲ χρυσίον ἀπαγινέουσι Εὐβοϊκόν· τὸ δὲ Βαβυλώνιον τ. δύναται Εὐβοΐδας ( ὀκτὼ καὶ add. Reiz)ἑβδομήκοντα μνέας Hdt.3.89
; τ. Ἀττικόν, Αἰγιναῖον, etc., Poll.9.86;ἐποίησε [ὁ Σόλων] σταθμὰ πρὸς τὸ νόμισμα τρεῖς καὶ ἑξήκοντα μνᾶς τὸ τ. ἀγούσας Arist.Ath.10.2
.a of money,τ. ἀργυρίου Hdt.7.28
, cf. X.HG3.5.1, etc.;χίλια τ. νομίσματος Aeschin.2.174
; μνᾶ ἀπὸ τοῦ τ. IG12.220.7, cf. 92.37, al.b of weight, τὸ τ. τὸ ἐμπορικόν ib.22.1013.35; used in weighing lead, ib.12.374.287, 42(1).103.131 (Epid., iv B.C.), PMich.Zen.9.4 (iii B.C.); iron, PCair.Zen.144.6 (iii B.C.), CPHerm.p.77 (iii A.D.); cloth, PMich.Zen.120.8 (iii B.C.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τάλαντον
См. также в других словарях:
μνα — (από το ακκαδικό manu). Μονάδα βάρους, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου· για τους Βαβυλωνίους και τους Έλληνες αντιστοιχούσε με το 1/60 του ταλάντου. Οι Βαβυλώνιοι είχαν την ελαφρή μ., που αντιστοιχούσε με 502,2… … Dictionary of Greek
σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… … Dictionary of Greek
δραχμή — Αργυρό νόμισμα που αποτελούσε τη βάση του νομισματικού συστήματος στην αρχαία Ελλάδα. Δ. έκοβαν οι πόλεις της κυρίως Ελλάδας και οι ελληνικές αποικίες από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. Το βάρος της διέφερε ανάλογα με το σύστημα σταθμών που… … Dictionary of Greek
μέδιμνος — Μονάδα χωρητικότητας για ξηρά εδώδιμα, κυρίως σιτηρά. Θεσπίστηκε από τον Σόλωνα στην Αθήνα, ενώ υποδιαιρέσεις του ήταν ο τριτεύς (ένα τρίτο), ο εκτεύς (ένα έκτο), το ημίεκτο (ένα δωδέκατο), ο χοίνιξ (ένα τεσσαροκοστό όγδοο) και η κοτύλη (ένα… … Dictionary of Greek
μέρμερος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. Ήταν αδελφός του Φέρητα, μαζί με τον οποίο βρήκε φρικτό θάνατο όταν η Μήδεια θέλησε να τους σκοτώσει· τα παιδιά κατέφυγαν στο ιερό της Ήρας, αλλά δεν κατόρθωσαν να … Dictionary of Greek
σίγλος — ή σίκλος, ο, ΝΑ, και σίγγλος Ν (στην αρχ.) μονάδα βάρους η οποία ισοδυναμούσε με το 1/60 τής μνας νεοελλ. κάδος άντλησης, ιδίως νερού, κουβάς αρχ. 1. νομισματική μονάδα τής Ανατολής που ισοδυναμούσε με δύο ή τέσσερεις αττικές δραχμές («δραχμὴ μία … Dictionary of Greek
σκιρτώ — σκιρτῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, έω, Α 1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ 2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῑσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύω («σφόδρα… … Dictionary of Greek
ποντίφηκας — ο / ποντίφεξ, ικος, ΜΝΑ, και ποντίφικας και ποντίφηξ, Ν (στους Ρωμαίους) α) μέλος συμβουλευτικού σώματος που βοηθούσε τον ανώτατο άρχοντα στα θρησκευτικά του καθήκοντα β) φρ. «μέγιστος προντίφεξ» ο επικεφαλής τής θρησκευτικής ιεραρχίας,… … Dictionary of Greek